σερφίστας

σερφίστας
ο, θηλ. σερφίστρια, Ν
(ξεν. λ.) αυτός που κάνει σέρφινγκ, αθλητής τού σέρφινγκ, κυματοδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέρφινγκ* + κατάλ. -ίστας (πρβλ. κιθαρ-ίστας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”